μετανθρωπίζομαι

μετανθρωπίζομαι
μετανθρωπίζομαι (Μ)
μεταβάλλομαι σε άλλον άνθρωπο, μεταμορφώνομαι («μεθόδων τηκεδόνι δι' ὧν ἄν τις ἀποθηριοῑτο ἢ καὶ εἰς Τίμωνα μετανθρωπίζοιτο», Ευστ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”